οξυγονώνω

οξυγονώνω
1. (σχετικά με μέταλλα) ενώνω ένα σώμα μεταλλικό με οξυγόνο, προκαλώ οξείδωση, οξειδώνω
2. εμπλουτίζω με οξυγόνο, αυξάνω την περιεκτικότητα σε οξυγόνο («τα δάση οξυγονώνουν την ατμόσφαιρα»)
3. παθ. οξυγονώνομαι
α) δεσμεύω οξυγόνο
β) καθαρίζομαι με την επίδραση οξυγόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο. Η λ., στον λόγιο τ. ὀξυγονῶ, μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξυγονώνω — οξυγόνωσα, οξυγονώθηκα, οξυγονωμένος 1. για μέταλλα, οξειδώνω (βλ. λ.). 2. μέσ., οξυγονώνομαι καθαρίζομαι με τη βοήθεια οξυγόνου: Στα ψηλά βουνά το αίμα οξυγονώνεται καλύτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”